λιμνόδρομος

λιμνόδρομος
(I)
ο
ζωολ. γένος πτηνών τών ακτών που ανήκει στην οικογένεια scolopacidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limno-dromus < limno- (< λίμνη) + -dromus (< δρόμος)].
————————
(II)
λιμνόδρομος, ὁ (Α)
πλους σε λίμνη («λιμνόδρομος πλοίοις», Ιω. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”